- παλαμιαίος
- -α, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλάμη2. αυτός που έχει το μήκος ή τις διαστάσεις μιας παλάμης, σπιθαμιαίος3. (κατ' επέκτ.) πολύ χαμηλός4. φρ. «παλαμιαία τόξα» — ονομασία δύο αρτηριακών τόξων τής παλάμης, τού επιπολής και τού εν τω βάθει, που σχηματίζονται από τη συνένωση τής ωλένιας και τής κερκιδικής αρτηρίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < παλάμη + κατάλ. -ιαίος (πρβλ. γναθ-ιαίος). Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Δαμ. Γεωργίου].
Dictionary of Greek. 2013.